βλαττί(ον)

βλαττί(ον)
το уст. пурпурная ткань или одежда, пурпур

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βλαττί(ον)" в других словарях:

  • βλαττί — το και βλαντί (Μ βλαττίον και βλαττίν, βλαντίον και βλαντίν) [βλάττα] πολυτελές, μεταξωτό ύφασμα ή φόρεμα, συνήθως κόκκινο ή πορφυρό («ξέρω να υφαίνω το βλαντί, να υφαίνω το μετάξι») νεοελλ. 1. οποιοδήποτε πολύτιμο πράγμα 2. αγαπημένο, χαϊδεμένο… …   Dictionary of Greek

  • βλαντί — το βλ. βλαττί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»